χρυσοκόμης

χρυσοκόμης
χρυσοκόμη
immortelle
fem gen sg (attic epic ionic)
χρῡσοκόμης , χρυσοκόμης
golden-haired
masc nom sg (doric)
χρυσοκομέω
have golden hair
imperf ind act 2nd sg (doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • χρυσοκόμης — ο, ΝΜΑ, και δωρ. τ. χρυσεοκόμας, και χρυσεοκόμης, Α χρυσομάλλης («χρυσοκόμης Ἔρως», Ανακρ.) αρχ. 1. αυτός που φέρει στα μαλλιά του χρυσά κοσμήματα 2. ως κύριο όν. Χρυσοκόμης ο Απόλλων. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο) * / χρυσεο + κόμης (< κόμη), πρβλ.… …   Dictionary of Greek

  • χρυσοκόμα — χρυσοκόμᾱ , χρυσοκόμη immortelle fem nom/voc/acc dual χρυσοκόμᾱ , χρυσοκόμη immortelle fem nom/voc sg (doric aeolic) χρῡσοκόμᾱ , χρυσοκόμης golden haired masc nom/voc/acc dual (doric) χρῡσοκόμα , χρυσοκόμης golden haired masc voc sg (doric)… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χρυσοκόμαι — χρυσοκόμᾱͅ , χρυσοκόμη immortelle fem dat sg (doric aeolic) χρῡσοκόμαι , χρυσοκόμης golden haired masc nom/voc pl (doric) χρῡσοκόμᾱͅ , χρυσοκόμης golden haired masc dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χρυσοκόμαν — χρυσοκόμᾱν , χρυσοκόμη immortelle fem acc sg (doric aeolic) χρῡσοκόμᾱν , χρυσοκόμης golden haired masc acc sg (epic doric aeolic) χρῡσοκόμαν , χρυσοκόμης golden haired masc acc sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χρυσοκόμας — χρυσοκόμᾱς , χρυσοκόμη immortelle fem acc pl χρυσοκόμᾱς , χρυσοκόμη immortelle fem gen sg (doric aeolic) χρῡσοκόμᾱς , χρυσοκόμης golden haired masc acc pl (doric) χρῡσοκόμᾱς , χρυσοκόμης golden haired masc nom sg (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χρυσοκόμᾳ — χρυσοκόμᾱͅ , χρυσοκόμη immortelle fem dat sg (doric aeolic) χρῡσοκόμαι , χρυσοκόμης golden haired masc nom/voc pl (doric) χρῡσοκόμᾱͅ , χρυσοκόμης golden haired masc dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Apollo — APOLLO, ĭnis, Gr. Ἀπόλλων, ωνος, (⇒ Tab. II. & ⇒ XIV.) 1 §. Namen. Diesen haben einige von πάλλω, ich schieße, hergeleitet, weil er, als die Sonne, seine Stralen von sich schieße; Plato ap. Macrob. Saturn. l. II. c. 17. andere vom α priv. und… …   Gründliches mythologisches Lexikon

  • χρυσ(ο)- — ΝΜΑ α συνθετικό λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στη λέξη χρυσός (Ι) και δηλώνει ότι το β συνθετικό έχει σχέση, αναφέρεται στον χρυσό ως μέταλλο (πρβλ. χρυσό διφρος, χρυσο σάνδαλος, χρυσο χόος), ότι έχει το χρώμα ή την… …   Dictionary of Greek

  • χρυσεοκόμης — και δωρ. τ. χρυσεοκόμας, ὁ, Α βλ. χρυσοκόμης …   Dictionary of Greek

  • χρυσοκομώ — έω, Α [χρυσόκομος] είμαι χρυσοκόμης …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”